Classical Greek Principal Parts

***Page in Progress***
"[In Greek] the rules always apply, except when they don't, which is almost always"
-My first Greek teacher.
Mission & Notices:
No where that I have found is there a definitive list of principal parts in Greek. Many textbooks, including Ἀθηναζε the textbook from which I learned Greek, does not have a full list of principal parts and expects students to intuit some of principal parts. While there are paradigms for certain types of verbs, even when completing these paradigms a student (like myself) sometimes runs into trouble. For that reason, I thought I would make my own list.
*There is actually a similar list here, but it lacks accents and has a less-extensive list of verbs (it seems to have disappeared anyway).
*There is a website that seems to have this if you type in a particular verb. No idea who runs it or how accurate it is, but it looks awesome.

Please note: I am a student of Greek myself and do not have an authoritative view of Greek at all. If I am wrong, which is certainly possible (especially factoring in typos), please comment with a correction (and if possible a source for the correction) and I will fix it.

My goal is as follows: The list currently includes the list from Hansen and Quinn as well as the Greek Paradigm Handbook. I am planning on adding the verbs from Eleanor Dickey's unpublished prose composition book (which is what we are using). After that, I will add the verbs from Malcom Campbell's Classical Greek Prose: A Basic Vocabulary, as this is a standard text book for prose composition classes and verbs I should know.

As a key:
"----" means that the principal part does not exist for this verb
"-" in front of a form means it is usually paired with a prefix of some sort
"intrans." means the form is used intransitively
"/" means that there is more than one alternate for this particular form
"ῶ" in the future means that this future form ends in an "έω" contract unless otherwise noted

Principal Parts List: 160 verbs and counting...

ἀγγέλλω ἀγγελῶ ἤγγειλα ἤγγελκα ἤγγελμαι ἠγγέλθην (to) announce
ἀγείρω ---- ἤγειρα ---- ---- ---- (to) gather, collect
ἀγω ἄξω ἤγαγον [1] ἦχα ἦγμαι ἦχθην (to)drive, go
ᾄδω/ἀείδω ᾄσομαι ᾖσα ---- ᾖσμαι ᾔσθην (to) sing
ἀδικέω ἀδικήσω ἠδίκησα ἠδίκηκα ἠδίκημαι ἠδικήθην (to) injure, wrong
αἰνεω -αινέσω -ῄνεσα [2] -ῄνεκα -ῄνημαι -ῃνέθην (to) praise
αἱρέω αἱρήσω εἷλον [3] ᾕρηκα ᾕρημαι ᾐρήθην (to) take, capture; (mid) choose
αἴρω ἀρῶ ἦρα ἦρκα ἦρμαι ἤρθην (to)raise, lift
αἰσθάηνομαι αἰσθήσομαι ᾐσθόμην ---- ᾔσθημαι ---- (to) perceive
αἰσχύνομαι αἰσχθνοῦμαι ---- ---- ᾔσχυμμαι ᾐσχύνθην (to) be ashamed
ἀκούω ἀκούσομαι ἤκουσα ἀκήκοα ---- ἠκούσθην (to) hear (+gen)
ἁλισκομαι ἁλώσομαι ἑάλων [4] / ἥλων ἑάλωκα/ἥλωκα ---- ---- (to) be caught, seized
ἁμαρτάνω ἁμαρτήσομαι ἥμαρτον ἡμάρτηκα ἡμάρτημαι ἡμαρτήθην (to) miss (+gen), err
ἀμύνω ἀμυνῶ ἤμυνα ---- ---- ---- (to) warn, defend
ἀναλίσκω ἀναλώσω ἀνήλωσα ἀνήλωκα ἀνήλωμαι ἀνηλώθην (to) spend
ἀνοίγνυμι ἀνοίξω ἀνέῳξα [5] ἀνέῳχαι ἀνέῳγμαι ἀνεῴχθην (to) open, disclose
ἀξιόω ἀξιώσω ἠξίωσα ἠξίωκα ἠξίωμαι ἠξιώθην (to) to be worthy of (+gen)
ἀπαγορεύω ἀπερῶ ἀπεῖπον ἀπείρηκα ἀπείρημαι ἀπερρήθην (to) forbid, dissuade
ἀπαντάω ἀπαντήσομαι ἀπήντησα ἀπήντηκα ---- ---- (to) meet
ἀπεχθάνομαι ἀπεχθήσομαι ἀπηχθόμην ---- ἀπήχθημαι ---- (to) be hated
ἀποδείκνυμι ἀποδέξω ἀπέδεξα ἀποδέδεχα ἀποδέδεγμαι απεδέχθην (to) demonstrate, exhibit
ἀποθωῄσκω ἀποθανοῦμαι ἀπέθανον ἀποτέθνηκα ---- ---- (to) die
ἀποκρίνομαι (ἀποκρίνω) ἀποκρινοῦμαι ἀπέκρινάμην ---- ἀποκέκριμαι ---- (to) separate, distinguish, answer
ἀποκτείνω [6] ἀποκτενῶ ἀπέκτεινα ἀπέκτονα ---- ---- (to) kill
ἀπόλλυμι ἀπολῶ ἀπώλεσα (trans.), ἀπωλόμην (intrans.) ἀπολώλεκα (trans.), ἀπόλωλα (intrans.) ---- ---- (to) destroy
ἅπτω ἅψω ἧψα ---- ημμαι ἥφθην (to) attach, (mid) to touch
ἀρέσκω ἀρέσω ἤρεσα ---- ---- ---- (to) please
ἀρκέω ἀρέσω ἤρεσα ---- ---- ---- (to) assist
ἁρπάζω ἁρπάσομαι ἥρπασα ἥρπακα ἥρπασμαι ἡρπάσθην (to) seize
ἄρχω ἄρξω ἦρξα ἦρχα ἦργμαι ἤρχθην (to) rule; (mid) begin
αὐλίζομαι ---- ηὐλισάμην ---- ---- ηὐλίσθην (to) camp
αὐξάνω/αὔξω αὐξήσω ηὔξησα ηὔξηκα ηὔξημαι ηὐξήθην (to)
ἀφικνέομαι ἀφίξομαι ἀφικόμην ---- ἀφῖγμαι ---- (to) arrive (+εἰς + acc)
βαίνω -βήσομαι -ἔβην βέβηνκα ---- ---- (to) come, go
βάλλω βαλῶ ἔβαλον βέβληκα βέβλημαι ἐβλήθην (to) throw
βιόω βιώσομαι ἐβίων βεβίωκα ---- ---- (to) live
βλάπτω βλάψω ἔβλαψα βέβλαφα βέβλαμμαι ἐβλάφθην (to) harm
βουλεύω βουλεύσω ἐβούλευσα βεβούλευκα βεβούλευμαι ἐβουλεύθην (to) deliberate
βούλομαι βουλήσομαι ---- ---- βεβούλημαι ἐβουλήθην (to) wish, be willing
γαμάω γαμῶ ἔγημα γεγάμηκα γεγάμημαι ---- (to) marry (a man); (mid) marry (a woman)
γελάω γελάσομαι ἐγέλασα ---- ---- ἐγελάσθην (to) laugh
γίγνομαι γενήσομαι ἐγενόμην γέγονα γεγένημαι ---- (to) become, be
γιγνώσκω γνώσομαι ἔγνων ἔγνωκα ἔγνωσμαι ἔγνώσθην (to) get to know
γράφω γράψω ἔγραψα γέγραφα γέγραμμαι ἐγράφην (to) write; (mid) indict
δάκνω δήξομαι ἔδακον ---- δέδηγμαι ἐδήχθην (to) hurt, vex
δεῖ [7] δεήσει ἐδέησε ---- ---- ---- it is necessary (impersonal)
δείκνῡμι δείξω ἔδειξα δέδειχα δέδειγμαι ἔδείχθην (to) show
δέομαι δεήσομαι ---- ---- δεδέημαι ἐδεήθην (to) be in need of
δέχομαι δέξομαι ἔδεξάμην ---- δέδεγμαι ---- (to) receive, accept
δέω δήσω ἔδησα δέδεκα δέδεμαι ἐδέθην (to) want, lack
δηλόω δηλώσω ἔδήλωσα δεδήλωκα δεδήλομαι ἐδηλώθην (to) manifest, show
διαλέγομαι διαλέξομαι / διαλεχθήσομαι ---- ---- δείλεγμαι διελέχθην (to) converse
διαφθείρω διαφθεφπω διέφθειρα διέφθαρκα (trans) & διέφθορα (intrans) (to) destroy
διδάσκω διδάξω ἐδίδαξα δεδίδαχα δεδίδαγμαι ἐδιδάχθην (to) teach
δίδωμι δώσω ἔδωκα δέδωκα δέδομαι ἐδόθην (to) give
διώκω διώξομαι ἐδίωξα δεδίωχα ---- ἐδιώχθην (to) pursue; prosecute
δοκέω δόξω ἔδοξα ---- δέδογμαι -ἐδόχθην (to) seem
δουλεύω δουλεύσω ἐδουλεύσα δεδούλευκα ---- ---- (to) be a slave
δύναμαι δυνήσομαι ---- ---- δεδύνημαι ἐδυνήθην (to) be able
δύω[8] -δύσω -ἔδῡσα / ἔδῡν δέδῡκα -δέδυμαι -ἐδύθην (to) sink, go down
ἐάω ἐάσω εἴασα εἴακα εἴαμαι εἰάθην (to) let, allow; leave alone; omit
ἐγείρω ἐγερῶ ἤγειρα ἐγρήγορα (intrans.) ---- ἠγέρθην (to) awaken, arouse
ἐθέλω ἐθελήσω ἠθέλησα ἠθέληκα ---- ---- (to) wish
εἰμί ἔσομαι [9] ---- ---- ---- ---- (to) be
εἶμι ---- ---- ---- ---- ---- (to) go
εἴργω εἴρξω εἶρξα ---- εῖργμαι εἴρχθην (to) enclose, arrest
ἐκπλήττω ἐκπλήξω ἐξέπληξα ---- ἐκπέπληγμαι ἐξεπλάγην (to) drive away, frighten; (pass) be driven out of one's sentance
ἐλαύνω ἐλῶ [10] ἤλασα ἐλήλακα ἐλήλαμαι ἠλάθην (to) drive
ἐλέγχω ἐλέγξω ἤλεγξα ---- ἐλήλεγμαι ἠλέγχθην (to) cross-examine, question
ἕλκω -ἕλξω εἵλκυσα -εἵλκυκα -εἵλκυσμαι -εἱλκύσθην (to) drag
ἐναντιόομαι ἐναντιώσομαι ---- ---- ἠναντίωμαι ἤναντιώθην (to) set oneself against, withstand, prevent, contratict
ἐπανίσταμαι ἐπαναστήσομαι ἐπανέστην ἐπανέστηκα ---- ---- (to) rise up in insurrection against (+ dat)
ἐπίσταμαι ἐπιστήσομαι ---- ---- ---- ἠπιστήθην (to) know
ἐπαινέω ἐπαινέσομαι ἐπῄνεσα ἐπῄνεκα ἐπῄνημαι ἐπῃνέθην (to) approve, consent
ἐπιδείκνυμι ἐπιδείξω ἐπέδειξα ἐπιδέδειχα ἐπιδέδειγμαι ἐπεδείχθην (to) display
ἐπιλαντάνομαι ἐπιλήσομαι ἐπελαθόμην ---- ἐπιλέλησομαι ---- (to) forget
ἐπίσταμαι [11] ἐπιστήσομαι ---- ---- ---- ἠπιστήθην (to) know
ἕπομαι [12] ἕψομαι ἑσπόμην [13] ---- ---- ---- (to) follow
ἐργάζομαι ἐργάσομαι εἰργασάμην / ἠργασάμην ---- εἴργασμαι εἰργάσθην / ἠργάσθην (to) work
---- ἐρήσομαι ἠρόμην ---- ---- ---- (to) ask
ἔρχομαι / εἶμι [14] ἐλεύσομαι / εἶμι ῆλθον [15] ἐλήλυθα ---- ---- (to) come, go
ἐρωτάω ἐρωτήσω ἠρώτησα ἠρώτηκα ἠρώτημαι ἠρωτήθην (to) ask, inquire
ἐσθίω [16] ἔδομαι ἔφαγον ---- ---- ---- (to) eat
εὑρίσκω εὑρήσω ηὗρον / εὗρον ηὕρηκα / εὕρηκα εὕρημαι εὑρέθην (to) find
εὔχομαι εὔξομαι ηὔξαμην ---- ηὖγαμαι ---- (to) pray
ἔχω [17] ἕξω / σχήσω ἔσχον ἔσχηκα -ἔσχημαι ---- (to) have, hold
ζάω ζήσω ---- ---- ---- ---- (to) live
ζητέω ζητήσω / βιώσομαι ἐζήτησα / ἐβίων ἐζήτηκα / βεβίωκα ---- ἐζητήθην (to) seek
ἡγέομαι ἡγήσομαι ἡγησάμην ---- ἥγημαι ἡγήθην (to) lead
ἥδομαι ἡσθήσομαι ---- ---- ---- ἥσθην (to) enjoy
ἥκω ἥξω ---- ---- ---- ---- (to) have come
θάπτω θάψω ἔθαψα ---- τέθαμμαι ἐτάθην (to) strike
θαυμάζω θαυμάσομαι ἐθαύμασα τεθαύμακα τεθαύμασμαι ἐθαυμάσθην (to) view
θεάομαι θεάσομαι ἐθεασάμην τεθέαμαι ---- ---- (to) view, behold
θύω θύσω ἔθῡσα τέθυκα τέθυμαι ἐτύθην (to) sacrifice
ἵημι -ἥσω -ἧκα -εἷκα -εἷμαι -εἵθην (to) throw
ἱκνέομαι ἵξομαι ἱκόμην ---- ἷγμαι ---- (to) come, arrive (mid of ἵκω)
ἵστημι στήσω ἔστησα/ἔστην ἕστηκα ἕσταμαι ἔστάθην (to) stand
καθαίρω καθαρῶ ἐκάθηρα ---- κεκάθαρμαι ἐκαθάρθην (to) clean, purge, purify
καθίστημι καταστήσω κατέστησα / κατέστην καθέστηκα καθέσταμαι κατεστάθην (to) set down; place; establish
καλέω καλῶ ἐκάλεσα κέκληκα κέκλημαι ἐκελεύσθην (to) call
κεῖμαι κείσομαι ---- ---- ---- ---- (to) lie, be placed
κελεύω κελεύσω ἐκέλευσα κεκέλευκα κεκέλευσμαι ἐκελεύσθην (to) order
κλέπτω κλέψω ἔκλεψα κέκλοφα κέκλεμμαι ἐκλάπην (to) steal
κολάζω κολάσω ἐκόλασα ---- κεκόλασμαι ἐκολάσθην (to) tame; punish, chastise
κρίνω κρινῶ ἔρκιῑνα κέκρινα κέκριμαι ἐκρίθην (to) separate, decide
κτάομαι κτήσομαι ἐκτησάμην ---- κέκτημαι ---- (to) gain, acquire
κτείνω κτενῶ ἔκτεινα or ἔκτανον -έκτονα ---- ---- (to) kill, slay
κωλύω κωλύσω ἐκώλῡσα κεκώλῡκα κεκώλῡμαι ἐκωλύθην (to) hinder, prevent
λαμβάνω λήψομαι ἔλαβον εἴληφα εἴλημμαι ἐλήφθην (to) take
λανθάνω λήσω ἔλαθον λέληθα ---- ---- (to) escape the notice
λέγω λέξω / ἐρῶ ἔλεξα / εἶπον εἴρηκα λέλεγμαι / εἴρημαι ἐλέχθην / ἐρρήθην (to) say, speak
λείπω λείψω ἔλιπον λέλοιπα λέλειμμαι ἐλείφθην (to) leave
λύω λύσω ἔλῡσα λέλυκα λέλυμαι ἐλύθην (to) loosen, release
μανθάνω μαθήσομαι ἔμαθον μεμάθηκα ---- ---- (to) learn
μάχομαι μαχοῦμαι ἐμαχεσάμην ---- μεμάχημαι ---- (to) fight
μείγνυμι / μίγνυμι μείξω / μίξω ἔμιξα / ἔμιξα μέμιχα μέμιγμαι ἐμίχθην (to) mix, bring together
μέλλω μελλήσω ἐμέλλησα ---- ---- ---- (to) delay (+ inf.); be about to (+ fut inf.)
μένω μενῶ ἔμεινα μεμένηκα ---- ---- (to) wait, remain
μετανίστομαι μεταναστήσομαι ἐμηχανησάμην μετανέστηκα ---- ---- (to) change one's country, emigrate
μηχανάομαι μηχανήσομαι ἐμηχανησάμην ---- μεμηχάνημαι ---- (to) contrive, devise
μιμνήσκω μνήσω ἔμνησα -μέμνηκα μέμνημαι ἐμνήσθην (to) remind (of); (pass) remember
νῑκάω νῑκήσω ἐνίκησα νενίκηκα νενίκημαι ἔνῑκηθην (to) win, conquer
νομίζω νομιῶ ἐνόμισα νενόμικα νενόμισμαι ἐνομίσθην (to) consider, think, believe
οἶδα εἴσομαι ---- ---- ---- ---- (to) know
οἰκέω οἰκήσω ᾤκησα ᾤκηκα ᾤκημαι ᾠήθην (to) dwell
οἴομαι / οἶμαι οἰήσομαι ᾠσάμην ---- ---- ᾠήθην (to) think
ὁράω ὄψομαι εἶδον ἑόρᾱκα / ἑώρᾱκα ἑώρᾱμαι / ὦμμαι ὤφθην (to) see
παιδεύω παιδεύσω ἐπαίδευσα πεπαίδευκα πεπαίδευμαι ἔπαιδεύθην (to) teach, educate
πάσχω πείσομαι ἔπαθον πέπονθα ---- ---- (to) suffer, experience
παύω παύσω ἔπαυσα πέπαυκα πέπαυμαι ἐπαύθην (to) stop
πείθω πείσω ἔπεισα πέπεικα πέπεισμαι ἐπείσθην (to) persuade; trust(mid); obey (pass)
πίπτω πεσοῡμαι ἔπεισα πέπτωκα ---- ---- (to) fall
πιστεύω πιστεύσω ἐπίστευσα πεπίστευκα πεπίστευμαι ἐπιστεύθην (to) trust (+dat)
ποιέω ποίησω πεποίηκα πεπίστευμαι πεποίημαι ἐποιήθην (to) do, make
πολῑτεύω πολῑτεύσω ἐπολίτευσα πεπολίτευκα πεπολίτευμαι ἐπολῑτεύθην (to) be a citizen, conduct the government; be governed (pass)
πράττω (πράσσω) πράξω ἔπρᾱξα πέπρᾱχα / πέπρᾱγα πέπρᾱγμαι ἐπράχθην (to) do, make
πυνθάνομαι πεύσομαι ἐπυθόμην ---- πέπυσμαι ---- (to) inquire, learn by inquiry
ῥήγνυμι ῥήξω ἔρρηξα ἔρρηχα / ἔρρωγα ἔρρηγμαι ἐρρήχθην / ἐρράγην (to) break
σκέπτομαι / σκοπέω σκέψομαι ἐσκεψάμην ---- ἔσκεμμαι ---- (to) look about, behold, survey
στέλλω στελῶ ἔστειλα ἔσταλκα ἔσταλμαι ἐστάλθην / ἐστάλην (to) arrange, furnish
συμβαίνω συμβήσομαι συνέβην συμβέβηκα ---- ---- (to) go/come together; meet
συνίημι συνήσω συνῆκα συνεῖκα συνεῖμαι συνείθην (to) seat; perceive, hear
σῴζω σώσω ἔσωσα σέσωκα σέσωσμαι / σέσωμαι ἐσώθην (to) save
τάττω (τάσσω) τάξω ἔταξα τέταχα τέταγμαι ἐτάχθην (to) draw up in order, station, appoint; fall into order of battle (mid)
τελευτάω τελευτήσω ἐτελεύτησα τετελεύτηκα τετελεύτημαι ἐτελευτήθην (to) finish; die
τίθημι θήσω ἔθηκα τέθηκα τέθειμαι ἐτέθην (to) put, place
τῑμάω τῑμήσω ἐτίμησα τετίμηκα τετίμημαι ἐτῑμήθην (to) honor
τρέπω τρέψω ἔτρεψα / ἐτραπόμην τέτροφα τέτραμμαι ἐτρέφθην / ἐτράπην (to) turn; turn oneself (mid, aorist passive)
τυγχάνω τεύξομαι ἔτυχον τετύχηκα ---- ---- (to) happen (+partc), happen to be; hit the mark; obtain (+gen)
ὑπισχνέομαι ὑποσχησόμαι ὑπεσχομην ὑπεσχημαι ---- ---- (to) promise; undertake
φαίνω φανῶ ἔφηνα πέφηνα πέφασμαι ἐφάνθην / ἐφάνην (to) appear (+inf), manifestly be (+ptc)
φέρω οἴσω ἤωεγκα / ἤνεγκον ἐωήνοχα ἐνήνεγμαι ἠνέχθην (to)
φεύγω φεύξομαι ἔφυγον πέφευγα ---- ---- (to) flee; be in exile; be a defendant
φημί φήσω ἔφησα ---- ---- ---- (to) say, assert, affirm
φθάνω φθήσομαι ἔφθασα / ἔφθην ---- ---- ---- (to) act first; be first (in doing soemthing); anticipate (someone)
φθίνω φθ(ε)ίσω ἔφθ(ε)ισα ἔφθικα (ἔφυιμαι) ---- (to) perish, destroy
φιλέω φιλήσω ἐφίλησα πεφίληκα πεφίλημαι ἐφιλήθην (to) love
φοβέομαι φοβήσομαι ---- ---- πεφόβημαι ἐφοβήθην (to) fear
φράζω φράσω ἔφρασα πέφρακα πέφρασμαι ἐφράσθην (to) make clear, pronounce, utter; (mid/pass) consider
φράσσω φράξω ἔφραξα πέφρακα πέφραγμαι ἐφάχηθην / ἐφράγην (to) to fence
φυλάττω (φυλάσσω) φυλάξω ἐφύλαξα πεφύλαχα πεφύλαγμαι ἐφυλάχθην (to) guard, defend
φύω φύσω ἔφυσα / ἔφυν πέφυκα ---- ἐφύν (to) produce, spring forth
χαίρω χαιρήσω ---- κεχάρηκα ---- ἐχάρην (to) rejoice (in), take pleasure (in), enjoy
χορεύω χορεύσω ἐχόφευσα κεχόρευκα κεχόρευμαι ἐχορεύθην (to) dance, take part in a chorus
χράω / χράομαι χρήσομαι ἐχρησάμην ---- κέχρημαι ---- (to) consult an oracle; use (+dat)
χρή χρῆσται ---- ---- ---- ---- it is necessary (impersonal)
ψεύδω ψεύσω ἔψευσα ---- ἔψευσμαι ἐψεύσθην (to) cheat, defraud
(to)
General Paradigms:
In all paradigms below, parts 3 and 6 have a temporal augment and 4 and 5 have initial reduplication.
  • -ω, -σω, -σα , -κα, -μαι , -θην
  • -έω, -ήσω, -ησα, -ηκα , -ημαι , -ήθην
  • -άω, -ήσω, -ησα, -ηκα, -ημαι, -ήθην [18]
  • After ε, ι, ρ: -άω, -άσω [ᾱ], -ᾱσα, -ᾱκα, -ᾱμαι, -άθην [ᾱ]
  • -όω, -ώσω, -ωσα, -ωκα, -ωμαι, -ώθην
  • -άζω, -άσω, -ασα, -ακα, -ασμαι, -άσθην
  • -ίζω, -ιέω, -ισα, -ικα, -ισμαι, -ίσθην
  • -πτω/-πω/-φω, -ψω, -ψα, -φα, -μμαι, -φθην or 2nd aorist -πην/-βην/-φην
  • -ομαι

-εκ + verb: ἐκ+, ἐκ+, ἐξ+, ἐκ+,ἐ κ+, ἐξ+
-κατα + verb: κατα+, κατα+, κατε+, κατα+, κατα+, κατε+
-συν + verb: συν+λ=συλλ, συν+γ=συγγ

Endnotes
  1. Unaugmented form ἀγαγ-.
  2. Unaugmented form -αἰνε-
  3. Unaugmented form ἑλ-.
  4. Unagumented form ἁλ-.
  5. Unaugmented form ἀνοιξ-.
  6. In Attic prose, the passive of ἀποκτείνω is ἀποθνῄσκω.
  7. Subjunctive δέῃ, optative δέοι, infinitive δεῖν, participle δέον, imperfect ἔδει.
  8. In the first three principal parts, the -ύ is long.
  9. From ἐλάω.
  10. Third person singular is ἔσται.
  11. The imperfect is ἠπιστάμην.
  12. The imperfect is εἱπόμην.
  13. Unaugmented form is σπ-.
  14. ἔρχομαι is used only for the present indictative in attic prose, while εἶμι take its place for all non-indicative forms.
  15. Unaugmented form is ἐλθ-.
  16. The imperfect is ἤσθιον.
  17. The imperfect is εἶχον.
  18. The general paradigms from -άω and below is from a list pages 338-340 of Mastronarde's Introduction to Attic Greek.
  19.  
Annotated Bibliography
  • Campbell, Malcom. Classical Greek Prose: A Basic Vocabulary. Bristol Classical Press, 2003. I used this book for a list of basic vocabulary.
  • Dickey, Eleanor. Greek Prose Composition (draft). Completed at the Columbia University Classics Department, 2003. Unpublished. I used this text for principal parts (pp.134-140), general principal part paradigms (p.133), and the list of vocabulary (pp.134-175).
  • Geannikis, Erikk, Andrew Romiti, and P.T. Wilford. Greek Paradigm Handbook. Newberyport, MA: Focus Publishing, 2008. I used this text for principal parts (p. 231-240).
  • Hansen, Hardy and Gerald M. Quinn. Greek: An Intensive Course. New York: Fordham University Press, 1987. For some of the principal parts (p. 689-691).
  • Mastronarde, Donald. Introduction to Attic Greek.
  • Morwood, James. Oxford Grammar of Classical Greek. New York: Oxford University Press, 2001. For some of the principal parts (p. 98-119).
  • Smyth, Herbert Weir. Greek Grammar. 1920. I used this text for irregular principal parts.

6 comments:

  1. Try:

    Complete Handbook of Greek Verbs

    Schoenhof's Foreign Books, Inc.
    Cambridge -Mass.

    The edition I have is
    Offcine Grafiche Principato, Milano 1972

    ReplyDelete
  2. I took a sojourn to the library yesterday to investigate the book you recommended. As far as I could tell, The complete Handbook of Greek Verbs is simply another edition of All the Greek Verbs a.k.a. Tutti i Verbi Greci. This book is, in fact, one of my most treasured resources for reading Greek as it provides a way to look verbs up by form and then provides the original verb so that one can look it up in a dictionary. However, that project is different than the one i am doing here because I am hoping to provide myself an others with a resource for memorizing Greek principle parts and deriving forms from there so as to cut down upon the need for referencing works like Tutti i Verbi Greci. My idea is to create something along the lines of 501 Latin Verbs or The Big Gold Book of Latin Verbs : 555 Verbs Fully Conjugated. However, it will probably take a very long time before I get there.

    ReplyDelete
  3. This is very good and very helpful. I'm looking forward to the updates!

    Cheers,

    John

    ReplyDelete
    Replies
    1. Glad you like it! I will be adding a lot more this summer.

      Delete
  4. Not sure if you even check this anymore, but I believe "to die" is not ἀποθωῄσκω. The first omega should be a nu, according to my text. Also, its fourth principle part does not always have the prefix ἀπο- (as in, τέθνηκα is also commonly seen) Also, INFINITE gratitude for making this.

    ReplyDelete